πανηγυρικοί

πανηγυρικοί
πανηγυρικός
of
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • ПАНЕГИРИК —    • Πανηγυρικòς λόγος,          panegyricus, речь изысканного содержания, произносимая с блестящей дикцией, по всем правилам риторического искусства, в торжественном собрании (πανήγυρις), рассчитанная на то, чтобы понравиться множеству… …   Реальный словарь классических древностей

  • αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… …   Dictionary of Greek

  • επιδεικτικός — ή, ό (AM ἐπιδεικτικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για επίδειξη 2. φρ. «ἐπιδεικτικοὶ λόγοι», «ἐπιδεικτικὸν εἶδος ρητορικής» έντεχνα ρητορικά εγκώμια, πανηγυρικοί λόγοι ή δικανικοί που προβάλλονταν από ρητοροδιδασκάλους νεοελλ. 1. αυτός που έχει την τάση …   Dictionary of Greek

  • νεανθής — (240 – 190 π.Χ.). Έλληνας ιστορικός από την Κύζικο. Πολλές από τις ιστορικές πληροφορίες του τις απέδειξε λαθεμένες ο Πολέμων, με το έργο του Προς Νεάνθην αντιγραφαί. Αναφέρονται τα συγγράμματα του Ελληνικά ή Ελληνικαί Ιστορίαι, που πραγματεύεται …   Dictionary of Greek

  • Ανδρέας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Προπάππους του Κλεισθένη από τη Σικυώνα. 2. Τύραννος της Σικυώνας. 3. Αθηναίος άρχοντας. 4. Γιος του ανδριαντοποιού Λύσιππου, ανδριαντοποιός και o ίδιος. 5. Μουσικός από την Κόρινθο. 6. Ιστορικός από την Πάνορμο της …   Dictionary of Greek

  • Αριστείδης — I (o Δίκαιος, 540 π.Χ. – 468 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός. Γιος του Λυσιμάχου, από τον δήμο Αλωπεκής της Αντιοχίδας φυλής, αναμείχτηκε στην πολιτική μετά την κατάλυση (στην οποία ίσως συνέβαλε) της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών (510),… …   Dictionary of Greek

  • Βέδες — Αρχαία σοφιολογικά ινδικά κείμενα. Ο όρος σημαίνει την ιερήγνώση (βέδα, σανσκρ. γνώση). Οι Β. θεωρούνται από την παράδοση ως άμεση απόρροια εκ του Όντος κατά την εξέλιξη της δημιουργίας του κόσμου και αποκάλυψη που έγινε στους ιερούς προφήτες,… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτελάος, Αντώνιος — (Ζάκυνθος 1754 – 1818). Λόγιος και στιχουργός. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, διδάχτηκε τα ελληνικά γράμματα από τον άλλοτε καθηγητή της Αθωνιάδος, Παναγιώτη Παλαμά, ενώ συγχρόνως φοιτούσε στο ιταλικό σχολείο της Ζακύνθου. Αργότερα ίδρυσε και… …   Dictionary of Greek

  • Φέρστερ, Ρίχαρντ — (Forster, 1843 – 1922). Γερμανός φιλόλογος. Διετέλεσε καθηγητής στο Μπρέσλαου, Ροστόκ και Κίελο και στη συνέχεια πάλι στο Μπρέσλαου, κατά το διάστημα 1890 1920. Δημοσίευσε στη λατινική γλώσσα τα επιστημονικά συγγράμματα Φυσιογνωμικοί συγγραφείς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”